- κεφαλαιώδεις
- κεφαλαιώδηςcapitalmasc/fem acc plκεφαλαιώδηςcapitalmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… … Православная энциклопедия
CAPITULARE — Graece Κεφάλαιον, scriptum est capitulis distinctum, quâ voce notabnt olim Leges imprimis Regum, seu Legum harum codicem, per capitula seu sectiones distinctum digestumque. Vide infta Leges. Hinc κεφαλαιώδεις τύποι, Capitularia istiusmodi… … Hofmann J. Lexicon universale
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
Αμπατζή, Ρίτα — (Κωνσταντινούπολη 1913 – Αθήνα 1969). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού. Μεγάλωσε στη Σμύρνη και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 την έφερε στην Κοκκινιά. Ξεκίνησε την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μαζί με… … Dictionary of Greek
Λβοφ, Αντρέ — (Αndré Lwof, Ενέ λε Σατό 1902 – 1994). Γάλλος μικροβιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική και μικροβιολογία στο ινστιτούτο Παστέρ, ενώ εργάστηκε σε ερευνητικά εργαστήρια της Χαϊδελβέργης και του Κέιμπριτζ. Δίδαξε ως καθηγητής … Dictionary of Greek